- κείρω
- (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω)κόβω τα μαλλιά, κουρεύωμσν.συλλέγω, μαζεύωαρχ.1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου3. ληστεύω, αρπάζω4. αποκόπτω, αποτέμνω5. δρέπω6. ερημώνω κάποια χώρα, ιδίως κόβοντας τα δέντρα και τα σπαρμένα σιτηρά7. καταστρέφω, γκρεμίζω πόλη8. χάνω («ἐκείρατο δόξαν», Παυσ.)9. (για σκαπανείς) καθαρίζω έναν χώρο από θάμνους10. κόβω με το τσεκούρι, σφάζω11. λειανίζω12. τέμνω εγκαρσίως13. (για ζώα) φθείρω, τρώγω, λαίμαργα κάτι14. μτφ. κατατρώγω περιουσία, σπαταλώ15. (κωμ. έκφρ.) «πρὸς φθεῑρα κείρασθαι» — κουρεύομαι σύρριζα, ώς το δέρμα, Εύβουλ.16. (παροιμ. έκφρ.) «ἐν χρῷ κεκαρμένος» — κουρεμένος ώς το δέρμα, Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)ker- «κόβω» (απ' όπου ο τ. κερ-jo < κείρω, πρβλ. και αρμεν. k'erem «ξέω, γδέρνω, χεττιτ. karšmi «κόβω», αρχ. άνω γερμ. sceran: scheren «κόβω», λιθουαν. skiriu, skirti «χωρίζω, κόβω, αρχ. ινδ. kı-n-t-ati «αποκόβω», λατ. curtus, curtare «ελαττώνω», αγγλ. shear, share, γερμ. scheren «κουρεύω», kurz «κοντός». Συνδέεται πιθ. με τις λ. κόρση, κόρις, κέλωρ και κέρτομος.ΠΑΡ. κέρμα, κορμός, κουράαρχ.κάρθρα ή κάρτρα, καρτός.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικόμε το θ. κερ-) αρχ. ακερσεκόμης(Β' συνθετικό) αρχ. αμφικείρω, ανακείρω, αποκείρω, διακείρω, εγκείρω, εκκείρω, επικείρω, κατακείρω, περικείρω, προσκείρω, υποκείρω].
Dictionary of Greek. 2013.